κύστιγξ

κύστιγξ
κύστιγξ, -ιγγος, ἡ (Α)
υποκορ. τού κύστις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύστις + εκφραστικό επίθημα -ιγξ, -ιγγ-ος, κατά το φύσιγξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαύσιγξ — αύσιγγος, και φαύστιξ, ιγγος, ἡ, Α 1. φουσκάλα από έγκαυμα και, γενικά, κάθε είδους φλύκταινα ή εξόγκωμα τού δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῑς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει να συνδεθεί …   Dictionary of Greek

  • ՓԱՄՓՈՒՇՏ — (փշտի.) NBH 2 0927 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 11c ՓԱՄՓՈՒՇՏ կամ ՓԱՆՓՈՒՇՏ. κυστίδιον, κύστιγξ vesica, vesicula. Մաշկեղէն պարկ կամ քսակ կենդանեաց՝ ընդունարան միզի. ... *Ասեն, թէ զփանփուշտ յորժամ փչել կամիցիս, ընկեա՛ ʼի ներքո հատ մի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”